- τριφασικός
- -ή, -ό, Νφρ. α) «τριφασικό ρεύμα»(ηλεκτρ.) σύστημα τριών μονοφασικών εναλλασσόμενων ρευμάτων τα οποία παρουσιάζουν μεταξύ τους διαφορά φάσης 120β) «τριφασική γεννήτρια»(ηλεκτρ.) ηλεκτρική γεννήτρια η οποία παράγει εναλλασσόμενο τριφασικό ρεύμαγ) «τριφασικός κινητήρας»(ηλεκτρ.) ηλεκτρικός κινητήρας ο οποίος λειτουργεί με εναλλασσόμενο τριφασικό ηλεκτρικό ρεύμαδ) «τριφασική συσκευή(ηλεκτρ.) κάθε ηλεκτρική συσκευή που λειτουργεί με τριφασικό ρεύμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. triphasic < tri- (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + phase (< φάσις) + -ic (< κατάλ. -ικός)].
Dictionary of Greek. 2013.